- κλαρί
- τοβλ. κλαδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλαρί — το (Μ κλαρί[ν]) 1. κλάδος δέντρου ή θάμνου, κλαδί 2. δέντρο νεοελλ. 1. (περιλπτ.) δάσος, λόγγος 2. στον πληθ. τα κλαριά άγρια δέντρα και θάμνοι 3. φρ. «βγήκε στο κλαρί» α) (στο παρελθόν) βγήκε στην παρανομία, ανέβηκε στο βουνό, έγινε κλέφτης β)… … Dictionary of Greek
κλαρώνω — [κλαρί] 1. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω βομβύκιο, κουκούλι 2. (για φυτά) πετώ κλαδιά, απλώνω τα κλαδιά και τα φύλλα μου για να περιβάλω κάτι … Dictionary of Greek
κλάρα — (1193 – 1253). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε από το πατρικό της σπίτι και τέθηκε υπό την προστασία του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Από τότε αφοσιώθηκε στον μοναχικό βίο και ίδρυσε το τάγμα των Κλαρισσών. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
κλαρωτός — ή, ό [κλαρί] 1. γεμάτος κλαδιά 2. (για ζώα) αυτός που σκαρφαλώνει πάνω στα δέντρα 3. (για υφάσματα) αυτό που έχει τυπωμένα ή ζωγραφισμένα ή κεντημένα πάνω του λουλούδια ή κλαριά … Dictionary of Greek
λιόκλαδο — και λιόκλαρο, το κλαδί ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κλαδί / κλαρί] … Dictionary of Greek
πολύκλαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλαρί] … Dictionary of Greek
ροδάμνι — και ροδάμι, το, Ν βοτ. κλώνος, κλωνάρι, βλαστός, ο αρχ. ῥάδαμνος ή όρόδαμνος* («να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν ανοίξει το ροδάμι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ροδάμνιον, υποκορ. τού ῥόδαμνος «βλαστός, κλωνάρι»] … Dictionary of Greek